Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χασισοπότης
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χασισοπότης ο [xasisopótis] Ο10 : αυτός που καπνίζει συστηματικά χασίς· χασικλής.

[λόγ. χασίσ(ι) -ο- + πότης μτφρδ. τουρκ. haşiş içmek `πίνω (= καπνίζω) χασίσι΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες