Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χασές
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χασές ο [xasés] Ο13 : άσπρο, βαμβακερό ύφασμα, μέτριας ποιότητας και από αρκετά χοντρό νήμα: Σεντόνια / μαξιλαροθήκες από χασέ. ΦΡ σκίζω κπ. σαν χασέ, τον εξοντώνω με ευκολία.

[τουρκ. (διαλεκτ.) hase < hasa (από τα αραβ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες