Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χασάπικος -η -ο [xasápikos] Ε5 : (οικ.) 1. που έχει σχέση με το χασάπη ή που ανήκει σ΄ αυτόν: Xασάπικο μαχαίρι, χασαπομάχαιρο. 2. (ως ουσ.) α. ο χασάπικος, είδος νεοελληνικού κυκλικού χορού. β. το χασάπικο. β1. κρεοπωλείο. β2. είδος νεοελληνικού κυκλικού χορού.
[χασάπ(ης) -ικος]