Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χαρτόσημο το [xartósimo] Ο42 : ένσημο που κολλούν σε έγγραφα και του οποίου η αξία αντιστοιχεί στο φόρο που εισπράττει το κράτος για κάθε συγκεκριμένη περίπτωση: Bάζω ~ στην αίτηση / στο πιστοποιητικό / στο συμβόλαιο. ~ των πέντε / των δέκα δραχμών. Tέλος / φόρος χαρτοσήμου.
[λόγ. χαρτο- 1 + -σημον κατά το γραμματόσημον μτφρδ. γαλλ. papier timbré]