Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χαρτοπόλεμος ο [xartopólemos] Ο20 : 1.μικρά, στρογγυλά, πολύχρωμα κομματάκια από χαρτί, που τα πετούν παίζοντας τις Aποκριές· κομφετί: Παίζω χαρτοπόλεμο. Tου έριξε μια χούφτα χαρτοπόλεμο. ~ και σερπαντίνες. 2. (ειρ.) ανταλλαγή αλλεπάλληλων εγγράφων για να τακτοποιηθεί μια υπόθεση με τις δημόσιες υπηρεσίες.
[λόγ.: 1: χαρτο-
11 + πόλεμος· 2: χαρτο- 12 + πόλεμος μτφρδ. γερμ. Ρapierkrieg]