Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χαρτογραφικός -ή -ό [xartoγrafikós] Ε1 : που έχει σχέση με τη χαρτογραφία: H χαρτογραφική υπηρεσία του στρατού.
[λόγ. < γαλλ. carto graphique < cartograph(ie) = χαρτογραφ(ία) -ique = -ικός]