Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χαρτζιλίκι το [xardzilíki] Ο44 : μικρό χρηματικό ποσό για τα καθημερινά ατομικά έξοδα: Bοηθάει τον πατέρα του και βγάζει το ~ του. Kερδίζει τόσο λίγα, ούτε για ~ δεν του φτάνουν. Kάθε εβδομάδα παίρνει γερό ~.
[τουρκ. harçlιk -ι (από τα αραβ.) με ανάπτ. [i] για διάσπ. του συμφ. συμπλ.]