Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χαρούπι το [xarúpi] Ο44 : μακρόστενος, καστανόμαυρος ξυλώδης καρπός, που η σάρκα του είναι μια πυκνή αλευρώδης μάζα με γλυκιά γεύση· ξυλοκέρατο.
[τουρκ. harup (από τα αραβ.) -ι]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χαρουπιά η [xarupxá] Ο24 : δέντρο που ο καρπός του είναι το χαρούπι.
[χαρούπ(ι) -ιά]