Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χαροκόπι
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χαροκόπι το [xarokópi] Ο44α : (λαϊκότρ.) πολύ ζωηρό γλέντι που κρατάει πολλές ώρες ή και μέρες: Ρίχτηκε στο ~ και σπατάλησε το βιος του. Δυο μέρες κράτησε το ~.

[χαροκοπ(ώ) -ι (αναδρ. σχημ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες