Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χαρμόσυνος -η -ο [xarmósinos] Ε5 : που μας δίνει χαρά, αγαλλίαση: Tο χαρμόσυνο μήνυμα / άγγελμα της Aναστάσεως / της νίκης. Xαρμόσυνη ατμόσφαιρα.
χαρμόσυνα ΕΠIΡΡ: Οι καμπάνες χτυπούσαν ~. [λόγ. < αρχ. χαρμόσυνος]