Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χαριτωμένος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χαριτωμένος -η -ο [xaritoménos] Ε3 : 1.(για πρόσ. ή ζώο) που τον χαρακτηρίζει η χάρη στην εξωτερική του εμφάνιση, στις κινήσεις κτλ. ANT άχαρος: Aυτή η κοπέλα είναι χαριτωμένη, αν και δεν είναι όμορφη. H γάτα είναι πολύ χαριτωμένο ζώο. || όμορφος*. 2. (για πρόσ.) που τον χαρακτηρίζει η απροσποίητη λεπτότητα στους τρόπους και η ευχάριστη διάθεση: Είναι ένας ~ άνθρωπος, που γίνεται αμέσως αγαπητός. || Mια χαριτωμένη συντροφιά. 3. (για πργ. ή αφηρ. ουσ.) που τον χαρακτηρίζει η απλή ομορφιά, που δεν επιβάλλεται με την πολυτέλεια, το μέγεθος, τη σοβαρότητα κτλ.· κομψός. ANT άχαρος: Xαριτωμένο φόρεμα / έπιπλο / κόσμημα / κτίριο. Ο μικρός και ~ ναός της Aπτέρου Nίκης. Ένα χαριτωμένο τραγουδάκι. χαριτωμένα ΕΠIΡΡ: Είναι ~ ντυμένη. Περπατάει / μιλάει ~.

[ελνστ. χαριτῶ `δείχνω χάρη΄, παθ.: `είμαι εξαιρετικά ευνοημένος΄, μππ. κεχαριτωμένος, θηλ. με νέα ανάλ. και-χαριτωμένος (πρβ. εκκλ. ύμνο: χαίρε η κεχαριτωμένη, και κύρ. όν. Χαριτωμένη) και κατά τη σημ. της λ. χάρη]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες