Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χαριστικός -ή -ό [xaristikós] Ε1 : 1.για κτ. που το κάνουν ή που το δίνουν για να εξυπηρετήσουν ένα ή περισσότερα άτομα, συνήθ. κατά παράβαση κάποιων αρχών ή διατάξεων: ~ νόμος. Xαριστική απόφαση, μεροληπτική. Xαριστικά δάνεια. 2. (έκφρ.) χαριστική βολή, η τελευταία σφαί ρα που ρίχνουν στον κρόταφο ενός καταδικασμένου σε θάνατο με τουφεκισμό. || (επέκτ.) το τελευταίο και θανατηφόρο πλήγμα: Ο δολοφόνος έδωσε τη χαριστική βολή στο θύμα χτυπώντας το στην καρδιά. || (μτφ.) το τελευταίο και οριστικό χτύπημα που φέρνει την κατάρρευση: Ο εμφύλιος πόλεμος ήταν η χαριστική βολή στην κλονισμένη οικονομία του τόπου. Mετά τις τόσες συμφορές, ο θάνατος του παιδιού του ήταν η χαριστική βολή γι΄ αυτόν. 3. (γραμμ.) δοτική / γενική χαριστική, που δηλώνει το πρόσωπο για χάρη του οποίου γίνεται ό,τι εκφράζει το ρήμα. ANT δοτική / γενική αντιχαριστική: Nα μου προσέχεις τα παιδιά. Nα μου ζήσεις.
χαριστικά & (λόγ.) χαριστικώς ΕΠIΡΡ: Πήρε το βαθμό του διευθυντή ~. [λόγ.: 1: αρχ. χαριστικός `γενναιόδωρος΄ κατά τη σημ. του χαρίζωΙΙ· 2: σημδ. γαλλ. coup de grâce· 3: σημδ. γερμ.(;) Dativ des Nutzens]