Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χαρισματικός -ή -ό [xarizmatikós] Ε1 : που έχει κάποιο χάρισμα1, συνήθ. για δημόσια πρόσωπα προικισμένα με ιδιαίτερες ικανότητες, που κερδίζουν τη λαϊκή υποστήριξη και κυβερνούν: ~ ηγέτης. Xαρισματική ηγεσία.
[λόγ. < αγγλ. charismatic < ελνστ. χαρισματ- (χάρισμα) -ic = -ικός]