Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χαρισάμενος -η -ο [xarisámenos] Ε5 : πολύ ευχάριστος, ευτυχισμένος, κυρίως στη ΦΡ ζωή χαρισάμενη: Περνάει / ζει ζωή χαρισάμενη. ΠAΡ Γαϊδουρινό* το πρόσωπο, ζωή χαρισάμενη.
[μτχ. μέσου αορ. του ελνστ. χαρίζομαι, από παρανόηση του αναστάσιμου ύμνου και τοις εν τοις μνήμασι ζωήν χαρισάμενος]