Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χαρισάμενος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χαρισάμενος -η -ο [xarisámenos] Ε5 : πολύ ευχάριστος, ευτυχισμένος, κυρίως στη ΦΡ ζωή χαρισάμενη: Περνάει / ζει ζωή χαρισάμενη. ΠAΡ Γαϊδουρινό* το πρόσωπο, ζωή χαρισάμενη.

[μτχ. μέσου αορ. του ελνστ. χαρίζομαι, από παρανόηση του αναστάσιμου ύμνου και τοις εν τοις μνήμασι ζωήν χαρισάμενος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες