Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χαριεντίζομαι [xarjendízome] Ρ2.1β : με διασκεδαστικές κουβέντες και παιχνιδιάρικη διάθεση προσπαθώ να προκαλέσω το ερωτικό κυρίως ενδιαφέρον του συνομιλητή μου: Tην είδα να χαριεντίζεται με κάποιο νεαρό.
[λόγ. < αρχ. χαριεντίζομαι `κάνω αστεία΄]