Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χαραμίζω [xaramízo] -ομαι Ρ2.1 : διαθέτω ή ξοδεύω κτ. άδικα, χωρίς να έχω το αποτέλεσμα που περίμενα: Tα χαράμισε τα λεφτά του αγοράζοντας αυτό το παλιόσπιτο. Xαραμίστηκε τόσο ακριβό ύφασμα, δεν πέτυχε στο ράψιμο. Xαράμισε για χάρη του τα νιάτα της. || (παθ., για πρόσ.) δεν έχω τη δυνατότητα να αξιοποιήσω τα προσόντα, τις ικανότητές μου: Άνθρωπος με τέτοια μόρφωση / εξυπνάδα χαραμίζεται σε μια ασήμαντη θέση. Xαραμίστηκε η κοπέλα / ο νέος μ΄ αυτόν / μ΄ αυτήν που πήρε, για αταίριαστο γάμο.
[χαράμ(ι) -ίζω]