Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χαραμάδα η [xaramáδa] Ο26 : μακρύ και στενό άνοιγμα σε ξύλινη κυρίως κατασκευή, που δημιουργείται από φθορά του υλικού ή από κακή συναρμογή δύο κομματιών μεταξύ τους: Kρυφοκοιτάζει από τη ~ της πόρτας. Ο ήλιος έμπαινε από τις χαραμάδες που είχαν τα παράθυρα. || ~ μισόκλειστης πόρτας. || (μτφ.): Mόλις που διακρινόταν μια ~ ελπίδας.
[μσν. χαραμάδα < αρχ. χάραγμ(α) -άδα με αφομ. [γm > mm] και απλοπ. του διπλού συμφ. [mm > m] (σύγκρ. χάραμα, χαραματιά)]