Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χαρακτική η [xaraktikí] Ο29 : 1.η τέχνη της χάραξης σχεδίων ή συμβόλων επάνω σε λεία επιφάνεια, για την παραγωγή αντιτύπων: Έκθεση έργων χαρακτικής. 2. σύνολο γραφικών μεθόδων με τις οποίες αποτυπώνουν ένα σχέδιο επάνω σε μήτρα και από εκεί το μεταφέρουν σε χαρτί ή σε άλλο υλι κό: ~ σε ξύλο, ξυλογραφία. ~ σε πέτρα, λιθογραφία. ~ σε χαλκό, χαλκογραφία.
[λόγ. ουσιαστικοπ. θηλ. του επιθ. χαρακτικός σημδ. γαλλ. gravure]