Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χαρακιά η [xaraká] Ο24 : 1.το σημάδι που μένει όταν χαράξουμε μια επιφάνεια: Έκανε με το μαχαίρι μια ~ στο τραπέζι, χαραγματιά. Tου έκανε μια ~ στο πρόσωπο. || (οικ.) βαθιά ρυτίδα: Είχε μια ~ ανάμεσα στα φρύδια του. 2. χτύπημα με το χάρακα: Tου έδωσε δύο χαρακιές στα χέρια.
[χάρακ(ας) -ιά]