Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χαρακίρι το [xarakíri] Ο44 : 1.αυτοκτονία με οριζόντιο σκίσιμο της κοιλιάς, που συνηθίζεται στην Iαπωνία: Ο σαμουράι έκανε ~. (έκφρ.) κάνω ~, προβαίνω σε μια ενέργεια που έχει ως αποτέλεσμα ένα πολύ μεγάλο προσωπικό κόστος. 2. παιχνίδι της πόκας.
[λόγ. < αγγλ. harakiri < ιαπων. harakiri (hara `κοιλιά΄, kiri `κόψιμο΄)]