Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χαράκωμα 1 το [xarákoma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του χαρακώνω. 1. τράβηγμα γραμμών με χάρακα: Tο ~ του τετραδίου. 2. αφαίρεση κυκλικού τμήματος από τη φλούδα του κλήματος, κοντά στη βάση του: Σήμερα έχουμε ~.
[χαρακώ(νω) -μα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χαράκωμα 2 το : τάφρος που χρησιμεύει ως οχύρωμα στο πεδίο της μάχης· όρυγμα: Πόλεμος χαρακωμάτων, που διεξάγεται μέσα από τα χαρακώματα και ως ΦΡ για αντιπαράθεση στην οποία επιδιώκεται η βαθμιαία φθορά του αντιπάλου, χωρίς άμεση ρήξη και θεαματικά αποτελέσματα. H ζωή στα χαρακώματα, στην πρώτη γραμμή του μετώπου.
[λόγ. < αρχ. χαράκωμα `οχυρωμένο στρατόπεδο΄]