Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χαντάκι το [xandáki] Ο44 : μακρόστενο, με μικρό βάθος, τεχνητό άνοιγμα στο χώμα για να φεύγουν τα νερά, μικρή τάφρος: Άνοιξαν χαντάκια για να ποτίζουν τα χωράφια. Tα χαντάκια του δρόμου, τα ρείθρα. || άνοιγμα για την υπόγεια τοποθέτηση αγωγών: Άνοιξαν χαντάκια για να περάσουν τα ηλεκτρικά καλώδια / τους σωλήνες της ύδρευσης.
[μσν. χαντάκιον < αραβ. khandaq `οχυρωματική τάφρος΄ -ιον > -ι]