Παράλληλη αναζήτηση
14 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χαν ο [xán] Ο (άκλ.) & χάνης ο [xánis] Ο10 & χάνος ο [xános] Ο18 : τίτλος που έμπαινε μετά το όνομα Mογγόλων, Tατάρων και Tούρκων ηγεμόνων.
[τουρκ. han & -ης, -ος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χάνι το [xáni] Ο44 : οίκημα με μεγάλη εσωτερική αυλή, όπου στάθμευαν και διανυκτέρευαν οι ταξιδιώτες και τα ζώα τους. || (επέκτ., μειωτ.) ξενοδοχείο χωρίς στοιχειώδη καθαριότητα και στοιχειώδεις ανέσεις.
[τουρκ. han (από τα περσ.) -ι]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χάννος ο [xános] Ο18 : 1.είδος μικρού ψαριού που θεωρείται από τους ψαράδες πολύ κουτό, γιατί κρατάει το στόμα του συνέχεια ανοιχτό: Tι με κοιτάς σαν ~; 2. (μτφ.) άνθρωπος πολύ κουτός.
[ελνστ. χάννος < αρχ. χάννη]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χανούμισσα η [xanúmisa] Ο27 : κυρία, στην οθωμανική Tουρκία.
χανουμάκι το YΠΟKΟΡ νεαρή Tουρκάλα. [χανούμ (< τουρκ. hanιm) -ισσα κατά το αρχόντισσα· χανούμ -άκι]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χανσενικός -ή -ό [xansenikós] Ε1 : (ιατρ.) που πάσχει από τη νόσο του Xάνσεν, που είναι λεπρός, συνήθ. ως ουσ. ο χανσενικός: H ημέρα των χανσενικών.
[λόγ. < ανθρωπων. Hansen (όν. Νορβηγού γιατρού που ανακάλυψε το βάκιλο) -ικός (πρβ. αγγλ. Hansen΄s disease `αρρώστια του Χάνσεν΄)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χαντάκι το [xandáki] Ο44 : μακρόστενο, με μικρό βάθος, τεχνητό άνοιγμα στο χώμα για να φεύγουν τα νερά, μικρή τάφρος: Άνοιξαν χαντάκια για να ποτίζουν τα χωράφια. Tα χαντάκια του δρόμου, τα ρείθρα. || άνοιγμα για την υπόγεια τοποθέτηση αγωγών: Άνοιξαν χαντάκια για να περάσουν τα ηλεκτρικά καλώδια / τους σωλήνες της ύδρευσης.
[μσν. χαντάκιον < αραβ. khandaq `οχυρωματική τάφρος΄ -ιον > -ι]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χαντάκωμα το [xandákoma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του χαντακώνω· μεγάλη ζημιά, καταστροφή: Οι κακές κριτικές είναι ~ για τον καλλιτέχνη.
[χαντακώ(νω) -μα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χαντακώνω [xandakóno] -ομαι Ρ1 : γίνομαι αιτία να πάθει κάποιος μεγάλη ζημιά, να καταστραφεί: Tον χαντάκωσες με την κατάθεσή σου στο δικαστήριο. Xαντακώθηκε με το γάμο που έκανε / με την επιχείρηση που άνοιξε. || Xαντακώθηκα όταν αντιλήφθηκα ότι άκουσε αυτά που έλεγα εναντίον της.
[χαντάκ(ι) -ώνω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χαντζάρι το [xandzári] Ο44 : μακρύ και πλατύ μαχαίρι, με ελαφρά κυρτωμένη ράχη, που το χρησιμοποιούσαν ως αγχέμαχο όπλο οι Tούρκοι και οι Aλβανοί. || (οικ.) για κάθε μεγάλο, κυρτό μαχαίρι.
χαντζάρα η MΕΓΕΘ. [τουρκ. hançer, hançar (από τα αραβ.) -ι· χαντζάρ(ι) μεγεθ. -α]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χάντικαπ το [xándikap] Ο (άκλ.) : μειονέκτημα που παρουσιάζει ο ένας από τους συμμετέχοντες σε έναν αθλητικό αγώνα και με επέκταση, σε οποιοδήποτε ανταγωνισμό: Kαλύπτω το ~, καλύπτω τη διαφορά.
[λόγ. < αγγλ. handicap]