Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χαμόγελο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χαμόγελο το [xamójelo] Ο41 : η ενέργεια του χαμογελώ. I. ελαφρό γέλιο με τεντωμένα και μισανοιγμένα χείλια· μειδίαμα: Γλυκό / παγωμένο / τρυφερό / ειρωνικό / πονηρό / πικρό / αινιγματικό / σαρκαστικό ~. Είναι χαρούμενος / αισιόδοξος άνθρωπος, πάντα με το ~ στα χείλη. Ένα ~ φώτισε το πρόσωπό του. Έσβησε το ~ από τα χείλη του. Σκόρπιζε χαμόγελα δεξιά και αριστερά. Tου έσκασα ένα ~. II. (ραπτ.) είδος κλειστού ντεκολ τέ που καταλήγει στη μέση των ώμων.

[χαμογελ(ώ) -ο (αναδρ. σχημ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες