Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χαμοκερασιά η [xamokeras
á] Ο24 : είδος άγριας φραουλιάς. [μσν. χαμαικερασία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < χαμαί (δες στο χάμω) + κερασία, κατά την εξέλ. χαμαί > χάμω, με εισαγωγή του συνδετικού φων. -ο- για ένδειξη σύνθ.]