Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χαμοκέλα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χαμοκέλα η [xamokéla] Ο25 : χαμηλό, άθλιο φτωχόσπιτο ή δωμάτιο.

[χαμο- + κέλλα (δες στο κελί)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες