Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χαμογελώ [xamojeló] & -άω Ρ10.4α : 1.γελώ ελαφρά με τεντωμένα και μισανοιγμένα χείλια, χωρίς ηχηρές εκπνοές, για να εκδηλώσω διάφορα συναισθήματα, κυρίως ευχάριστα: Xαμογέλασε ευχαριστημένος / ικανοποιημένος. Tου χαμογέλασε γλυκά / ειρωνικά / περιφρονητικά. Γιατί χαμογελάς;, όταν κάποιος χαμογελώντας εκφράζει ειρωνεία, δυσπιστία κτλ. Xαμογελάστε παρακαλώ, προτροπή φωτογράφου στον πελάτη. ΦΡ του χαμογέλασε η τύχη / η ζωή, τον ευνόησε. 2. (λογοτ., για πργ.) έχω ευχάριστη όψη: H πολιτεία χαμογελούσε κάτω απ΄ τον ανοιξιάτικο ήλιο.
[μσν. χαμογελώ < χαμο- + γελώ (σύγκρ. αρχ. ὑπογελῶ, λατ. subridere ίδ. σημ.)]