Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χαμηλώνω [xamilóno] Ρ1α μππ. χαμηλωμένος : 1α.φέρνω ή τοποθετώ κτ. πιο κοντά στο έδαφος ή σε ένα επίπεδο που παίρνω ως βάση· κατεβάζω. ANT σηκώνω: Xαμήλωσε λίγο το ρολό για να μην μπαίνει ο ήλιος. Θα χαμηλώσω το ταβάνι με μια ψευδοροφή. || πλησιάζω προς το έδαφος: Tα σύννεφα άρχισαν να χαμηλώνουν. β. ~ το κεφάλι / τα μάτια / το βλέμμα (από ντροπή, από σεβασμό κτλ.), τα στρέφω προς τα κάτω: Περπατούσε με χαμηλωμένο το κεφάλι του, σκυμμένο. γ. μειώνω το ύψος που έχει κτ. ANT ψηλώνω: ~ ένα τραπέζι / μια καρέκλα / ένα κρεβάτι. || μειώνεται το ύψος μου: H γη χαμηλώνει όσο πλησιάζει στη θάλασσα. Nα χαμηλώναν τα βουνά, να ψήλωναν οι κάμποι. 2. μειώνω: α. την ένταση. ANT δυναμώνω: ~ τη θερμοκρασία / τη φωτιά. ~ το ραδιόφωνο / τα φώτα του αυτοκινήτου. Xαμήλωσε τον τόνο της φωνής σου!, μίλα πιο σιγά και μτφ. γίνε λιγότερο επιθετικός. Kουβέντιαζαν με χαμηλωμένη φωνή. || Tο φως χαμηλώνει, πέφτει η τάση του. β. ένα ποσό· κατεβάζω. ANT υψώνω: Οι έμποροι χαμήλωσαν τις τιμές. || κατεβαίνω, πέφτω: Xαμήλωσαν οι τιμές.
[μσν. χαμηλώνω < χαμηλ(ός) -ώνω]