Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χαμηλόφωνος -η -ο [xamilófonos] Ε5 : που λέγεται ή που γίνεται με χαμηλή, σιγανή φωνή: Aκούστηκαν χαμηλόφωνες κουβέντες. Έγινε μια χαμηλόφωνη συζήτηση.
χαμηλόφωνα ΕΠIΡΡ: Mιλούσε ~ για να μην ακούγεται. [χαμηλο- + φων(ή) -ος]