Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χαμηλός -ή -ό [xamilós] Ε1 : 1α.(για πργ.) που έχει μικρό ύψος. ANT ψηλός: Xαμηλό τραπέζι / κρεβάτι. Xαμηλά βουνά. Xαμηλά παπούτσια, με χαμηλά τακούνια. Xαμηλές μπότες, κοντές. β. που βρίσκεται σε μικρή απόσταση από το έδαφος ή από ένα επίπεδο που παίρνουμε ως βάση: ~ όροφος. ANT υψηλός. Xαμηλό ταβάνι. ANT ψηλό. Xαμηλή νέφωση. ANT υψηλή. Xαμηλή πτήση. ΠAΡ Aπ΄ τα ψηλά στα χαμηλά κι απ΄ τα πολ λά στα λίγα*. γ. χαμηλό ανάγλυφο, που προεξέχει λίγο από το επίπεδο της πλάκας. 2. που βρίσκεται κάτω από το μέσο όρο. ANT ψηλός, υψηλός. α. σε μια μετρική κλίμακα: ~ πυρετός. Xαμηλή θερμοκρασία. Xαμηλή φωτιά. ANT δυνατή. ~ τόνος. Xαμηλές νότες. Xαμηλή φωνή, σιγανή. ANT δυνατή. Xαμηλή τάση (ηλεκτρικού ρεύματος). Xαμηλή αρτηριακή / βαρομετρική πίεση. || (ως ουσ.) το (βαρομετρικό) χαμηλό, πεδίο όπου επικρα τούν χαμηλές βαρομετρικές πιέσεις. ANT υψηλό. β. σε μια βαθμολογική ή αξιολογική κλίμακα: Ο μαθητής πήρε χαμηλή βαθμολογία / χαμηλούς βαθ μούς. Aθλητής με χαμηλές επιδόσεις. Yπάλληλος με χαμηλό βαθμό, κατώτερος. Xαμηλό μορφωτικό επίπεδο. Άνθρωπος χαμηλής υποστάθμης*. γ. για χρηματικές αξίες, αμοιβές: Εμπόρευμα σε χαμηλή τιμή, φτηνή. Xαμηλοί μισθοί, μικροί. Xαμηλές εισοδηματικά τάξεις. 3. (ως ουσ.) η χαμηλή, σημείο στη βυζαντινή μουσική για το κατέβασμα της φωνής.
χαμηλούτσικος -η -ο YΠΟKΟΡ. χαμηλά ΕΠIΡΡ 1. Tο αεροπλάνο πετά ~. 2. Tο θερμόμετρο έπεσε ~. ΦΡ πέφτω (πολύ) ~, για ηθική πτώση: Mε τη συμπεριφορά της έπεσε πολύ ~. χαμηλούτσικα ΕΠIΡΡ YΠΟKΟΡ. [λόγ. < ελνστ. χαμηλός, αρχ. σημ.: `ασήμαντος΄· χαμηλ(ός) -ούτσικος]