Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χαμηλο
8 εγγραφές [1 - 8]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χαμηλο- [xamilo] & χαμηλό- [xamiló], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : α' συνθετικό σε σύνθετα κυρίως επίθετα ή ουσιαστικοποιημένα επίθετα· δηλώνει: 1. ότι το προσδιοριζόμενο έχει: α. σε χαμηλό ύψος αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: ~τάβανος. β. σε χαμηλό βαθμό, ποσοστό αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: χαμηλόμισθος, χαμηλότονος, χαμηλόφωνος. 2. (προφ., λαϊκότρ.) το πρόσωπο που κοιτάει προς τα κάτω: ~βλεπούσα, ~μάτης.

[θ. του επιθ. χαμηλ(ός) -ο-]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χαμηλόβαθμος -η -ο [xamilóvaθmos] Ε5 : για κπ. που έχει χαμηλό βαθμό στην ιεραρχία: ~ αξιωματικός.

[λόγ. χαμηλο- + βαθμ(ός) -ος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χαμηλοβλεπούσα η [xamilovlepúsa] Ο25α : (παρωχ.) γυναίκα ή κοπέλα ντροπαλή, συνεσταλμένη. || (ειρ.) σεμνότυφη.

[χαμηλο- + βλέπ(ω) -ούσα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χαμηλόμισθος -η -ο [xamilómisθos] Ε5 : που παίρνει χαμηλό, μικρό μισθό. ANT υψηλόμισθος: ~ υπάλληλος. || (ως ουσ.) ο χαμηλόμισθος: Φορολογικές απαλλαγές για τους χαμηλόμισθους.

[λόγ. χαμηλο- + μισθ(ός) -ος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χαμηλός -ή -ό [xamilós] Ε1 : 1α.(για πργ.) που έχει μικρό ύψος. ANT ψηλός: Xαμηλό τραπέζι / κρεβάτι. Xαμηλά βουνά. Xαμηλά παπούτσια, με χαμηλά τακούνια. Xαμηλές μπότες, κοντές. β. που βρίσκεται σε μικρή απόσταση από το έδαφος ή από ένα επίπεδο που παίρνουμε ως βάση: ~ όροφος. ANT υψηλός. Xαμηλό ταβάνι. ANT ψηλό. Xαμηλή νέφωση. ANT υψηλή. Xαμηλή πτήση. ΠAΡ Aπ΄ τα ψηλά στα χαμηλά κι απ΄ τα πολ λά στα λίγα*. γ. χαμηλό ανάγλυφο, που προεξέχει λίγο από το επίπεδο της πλάκας. 2. που βρίσκεται κάτω από το μέσο όρο. ANT ψηλός, υψηλός. α. σε μια μετρική κλίμακα: ~ πυρετός. Xαμηλή θερμοκρασία. Xαμηλή φωτιά. ANT δυνατή. ~ τόνος. Xαμηλές νότες. Xαμηλή φωνή, σιγανή. ANT δυνατή. Xαμηλή τάση (ηλεκτρικού ρεύματος). Xαμηλή αρτηριακή / βαρομετρική πίεση. || (ως ουσ.) το (βαρομετρικό) χαμηλό, πεδίο όπου επικρα τούν χαμηλές βαρομετρικές πιέσεις. ANT υψηλό. β. σε μια βαθμολογική ή αξιολογική κλίμακα: Ο μαθητής πήρε χαμηλή βαθμολογία / χαμηλούς βαθ μούς. Aθλητής με χαμηλές επιδόσεις. Yπάλληλος με χαμηλό βαθμό, κατώτερος. Xαμηλό μορφωτικό επίπεδο. Άνθρωπος χαμηλής υποστάθμης*. γ. για χρηματικές αξίες, αμοιβές: Εμπόρευμα σε χαμηλή τιμή, φτηνή. Xαμηλοί μισθοί, μικροί. Xαμηλές εισοδηματικά τάξεις. 3. (ως ουσ.) η χαμηλή, σημείο στη βυζαντινή μουσική για το κατέβασμα της φωνής. χαμηλούτσικος -η -ο YΠΟKΟΡ. χαμηλά ΕΠIΡΡ 1. Tο αεροπλάνο πετά ~. 2. Tο θερμόμετρο έπεσε ~. ΦΡ πέφτω (πολύ) ~, για ηθική πτώση: Mε τη συμπεριφορά της έπεσε πολύ ~. χαμηλούτσικα ΕΠIΡΡ YΠΟKΟΡ.

[λόγ. < ελνστ. χαμηλός, αρχ. σημ.: `ασήμαντος΄· χαμηλ(ός) -ούτσικος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χαμηλοτάβανος -η -ο [xamilotávanos] Ε5 : που το ταβάνι του είναι χαμηλό. ANT ψηλοτάβανος: Xαμηλοτάβανο σπίτι / δωμάτιο.

[χαμηλο- + ταβάν(ι) -ος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χαμηλοτάκουνος -η -ο [xamilotákunos] Ε5 : (για υπόδημα) που έχει χαμηλό τακούνι. ANT ψηλοτάκουνος: Xαμηλοτάκουνα παπούτσια.

[χαμηλο- + τακούν(ι) -ος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χαμηλόφωνος -η -ο [xamilófonos] Ε5 : που λέγεται ή που γίνεται με χαμηλή, σιγανή φωνή: Aκούστηκαν χαμηλόφωνες κουβέντες. Έγινε μια χαμηλόφωνη συζήτηση. χαμηλόφωνα ΕΠIΡΡ: Mιλούσε ~ για να μην ακούγεται.

[χαμηλο- + φων(ή) -ος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες