Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χαμαλίκι
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χαμαλίκι το [xamalíki] Ο44 : (οικ.) η δουλειά του χαμάλη. || (επέκτ.) κάθε βαριά χειρωνακτική εργασία που θεωρείται υποτιμητική· χαμαλοδουλειά: Aυτή η δουλειά είναι ~. Mου φόρτωσαν όλο το ~.

[τουρκ. hamallιk ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες