Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χαλκοκρατία η [xalkokratía] Ο25 : (ιστ., αρχαιολ.) περίοδος της προϊστορίας, κατά την οποία ο άνθρωπος χρησιμοποιεί το χαλκό για την κατασκευή εργαλείων και όπλων· εποχή του χαλκού.
[λόγ. χαλκο- + -κρατία]