Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χαλκογράφος ο [xalkoγráfos] Ο18 : τεχνίτης ή καλλιτέχνης που ασχολείται με τη χαλκογραφία.
[λόγ. < ιταλ. calcografo < calco- = χαλκο- + -grafo = -γράφος]