Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χαλκάς ο [xalkás] Ο1 : 1.μεταλλικός κρίκος: Ο ~ της αλυσίδας. Tράβηξε την πόρτα απ΄ το χαλκά. 2. (μτφ.) σε εκφράσεις, για να δηλώσουμε, συνήθ. ειρωνικά, περιορισμό της ελευθερίας, υποταγή: α. περνάω το χαλκά, βάζω δαχτυλίδι, παντρεύομαι. β. περνάω σε κπ. το χαλκά από τη μύτη (και τον τραβάω), τον κάνω ό,τι θέλω.
χαλκαδάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. 1. [τουρκ. halka `δαχτυλίδι΄ (από τα αραβ.) -ς]