Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χαλινός
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χαλινός ο [xalinós] Ο17 : 1.(λόγ.) χαλινάρι. 2. (ανατ.) πτυχή του βλεννογόνου σε διάφορα όργανα του σώματος, που τα συγκρατεί ή τα ενώνει: Ο ~ της γλώσσας, μεμβράνη στο κάτω μέρος της. Ο ~ του πέους.

[λόγ.: 1: αρχ. χαλινός· 2: σημδ. γαλλ. bride]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες