Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χαλινάρι το [xalinári] Ο44 : 1α.(συνήθ. πληθ.) το σύνολο των εξαρτημάτων που προσαρμόζουν στο κεφάλι ενός υποζυγίου για να το συγκρατούν και για να το κατευθύνουν· γκέμι, ηνίο: Σφίγγω / αφήνω τα χαλινά ρια. β. το μεταλλικό εξάρτημα από το παραπάνω σύνολο που το τοποθετούν στο στόμα του υποζυγίου. 2. (μτφ.) κάθε μέσο που συγκρατεί, που περιορίζει την ελεύθερη έκφραση ή τη δραστηριότητα ενός ατόμου: Πρέπει να βάλεις ~ στη γλώσσα σου! Aν αφήσεις ελεύθερα τα χαλινάρια, θα αποχαλινωθεί η νεολαία.
[ελνστ. χαλινάριον υποκορ. του αρχ. χαλινός]