Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χαλασμός ο [xalazmós] Ο17 : για φαινόμενο που παρουσιάζεται με μεγάλη ένταση και που προκαλεί αναταραχή, συνήθ. στην έκφραση γίνεται ~ (κόσμου / Kυρίου): Έξω βρέχει ραγδαία, γίνεται ~. Γίνεται ~ κόσμου στις ουρές των λεωφορείων, μεγάλη αναστάτωση, συνωστισμός. Έγινε ~ μόλις εμφανίστηκε ο υποψήφιος βουλευτής / ο τραγουδιστής, από ενθουσιασμό.
[ελνστ. χαλασμός `χαλάρωση΄ κατά τη σημ. του χαλώ]