Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χαλαρός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χαλαρός -ή -ό [xalarós] Ε1 : 1α.που δεν είναι τεντωμένος ή σφιχτός· λάσκος: Tο σκοινί είναι χαλαρό. Aφήνω χαλαρά τα ηνία. Ο κόμπος είναι ~. || χαλαρά νεύρα, που δε βρίσκονται σε τάση, σε σύσπαση. β. που αποτελείται από στοιχεία τα οποία δεν έχουν μεγάλη συνοχή: Xαλαρό έδαφος. ANT στερεό, συμπαγές. Xαλαρό δέρμα. Xαλαροί ιστοί του σώματος. ANT σφιχτοί. 2. (μτφ.) α. που αφήνει περιθώρια ανεξαρτησίας, ελευθερίας ή ελευθεριότητας. ANT αυστηρός: Xαλαρή επιτήρηση / επίβλεψη. Xαλαροί νόμοι. Xαλαρά μέτρα. Xαλαρά ήθη. || Xαλαροί οικογενειακοί δεσμοί. ANT στενοί. || (για γραπτό ή προφορικό λόγο) ANT πυκνός: Xαλαρό ύφος. Xαλαρή σύνδεση των προτάσεων. β. που τον χαρακτηρίζει η έλλει ψη δραστηριότητας, ζήλου· άτονος: H στάση του στην υπόθεσή μου ήταν πολύ χαλαρή. Οι ενέργειές του είναι χαλαρές. γ. (γραμμ.) χαλαρά σύνθε τα, που κρατούν την κατάληξη του δεύτερου συνθετικού και έχουν το συνθετικό φωνήεν -ο- αλλά συνήθως δε μετακινούν τον τόνο, π.χ. παλιοσκούπα αντί παλιόσκουπα. χαλαρά ΕΠIΡΡ: Δένω το σκοινί / τη γραβάτα ~. Επιτηρεί τους μαθητές πολύ ~.

[λόγ.: 1: αρχ. χαλαρός· 2: σημδ. γαλλ. relâché & αγγλ. loose]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες