Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χαλές
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χαλές ο [xalés] Ο13 : 1.(λαϊκότρ., παρωχ.) αποχωρητήριο. 2. (μτφ.) άνθρωπος χυδαίος, κυρίως στα λόγια του.

[τουρκ. halâ (από τα αραβ.), διαλεκτ. hale ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες