Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χαλάστρα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χαλάστρα η [xalástra] Ο25α : μόνο στην έκφραση κάνω σε κπ. ~, με την τυχαία, απερίσκεπτη ή κακόβουλη επέμβασή μου καταστρέφω τα σχέδια, τα προγράμματα κάποιου: Mη μας κάνεις ~ / χαλάστρες και δεν έρθεις αύριο στη γιορτή! Mόλις κατάφερα να την ξεμοναχιάσω, ήρθε η μάνα της και μου έκανε ~. || Ο καιρός μάς έκανε ~ και δεν μπορέσαμε να κάνουμε την εκδρομή.

[μσν. χαλάστρα (μαρτυρείται στη σημ.: `τρύπα σε τείχος΄) < χαλασ- (χαλώ) -τρα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες