Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χαλάρωση η [xalárosi] Ο33 : χαλάρωμα. 1α. έλλειψη συνεκτικότητας, συνοχής: H ~ (των ιστών) του σώματος. β. μείωση της τάσης: ~ των νεύρων / των μυών. 2. (μτφ.) α. μετριασμός της αυστηρότητας: ~ της πειθαρχίας. || ~ των οικογενειακών δεσμών. ANT σύσφιξη. β. μείωση της ενεργητικότητας, της δραστηριότητας: ~ στο ρυθμό δουλειάς. ~ της διεθνούς εντάσεως. || ξεκούραση: Ψυχική και σωματική ~.
[λόγ. χαλαρω- (δες χαλαρώνω) -σις > -ση]