Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χαλάλι [xaláli] (ως επίρρ.) : για κτ. που, αν και μου κοστίζει, το διαθέτω όμως με ευχαρίστηση. ANT χαράμι: ~ τόσοι κόποι, αφού πέτυχα αυτό που ήθε λα. Ό,τι και να κάνεις γι΄ αυτό το παιδί, ~ του, το αξίζει. Ωραίο σπίτι, ~ τα λεφτά που ξόδεψες!
[τουρκ. (διαλεκτ.) halal (< helâl από τα αραβ.) -ι]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χαλαλίζω [xalalízo] -ομαι Ρ2.1 : διαθέτω, ξοδεύω κτ. με ευχαρίστηση, γιατί αξίζει: Θα τις χαλαλίσω τις πενήντα χιλιάδες γι΄ αυτά τα παπούτσια. Δε ~ τα λεφτά μου για άχρηστα ψώνια.
[χαλάλ(ι) -ίζω]