Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χαιρετίζω [xeretízo] -ομαι Ρ2.1 : 1.χαιρετώ: Συναντηθήκαμε αλλά δε χαιρετιστήκαμε. 2. εκφράζω τη χαρά μου, την επιδοκιμασία μου για κτ. με επίσημο τρόπο: Mε μήνυμά του ο πρωθυπουργός χαιρέτισε / χαιρετίζει την έναρξη του συνεδρίου. Ο λαός χαιρέτισε με πανηγυρισμούς τη νίκη των δημοκρατικών δυνάμεων. Tο γεγονός χαιρετίστηκε με κανονιοβολισμούς.
[ελνστ. χαιρετίζω]