Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χαιρέκακος -η -ο [xerékakos] Ε5 : που χαίρεται με τις συμφορές των άλλων και ως ουσ. ο χαιρέκακος.
χαιρέκακα ΕΠIΡΡ: Όταν άκουσε την αποτυχία του συναδέλφου του, γέλασε ~. [λόγ. < ελνστ. χαιρέκακος]