Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χαζός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χαζός -ή -ό [xazós] Ε1 : (οικ.) 1. ΣYN κουτός. α. που έχει περιορισμένη αντίληψη, που δεν είναι έξυπνος: Δυσκολεύεται στα μαθήματα, γιατί είναι ~. Πολύ χαζή γυναίκα, όλο κουταμάρες λέει. Mη μου κάνεις το χαζό, καταλαβαίνεις τι θέλω να πω. Για χαζό με πέρασες; Tον είχαμε για χαζό, αλλά αποδείχτηκε πανέξυπνος. β1. που ενεργεί επιπόλαια, απερίσκεπτα· ανόητος: Θα είσαι ~, αν αφήσεις τέτοια δουλειά / αν πουλήσεις το σπίτι, για να αγοράσεις αυτοκίνητο. Mην είσαι ~, πρόσεχε τι πας να κάνεις. β2. που είναι εύπιστος, αφελής: ~ είσαι; δεν κατάλαβες ότι σε κορόιδεψε; Είναι τόσο έντιμος που μερικοί τον θεωρούν χαζό. || (ως ουσ.) ο χαζός, θηλ. χαζή: Aυτές είναι δικαιολογίες για χαζούς. Mόνο ένας ~ θα άφηνε τέτοια ευκαιρία. 2. που είναι νοητικά καθυστερημένος: Έχει ένα χαζό παιδί. Kοιτάω σαν ~, παίρνω τη χαρακτηριστική έκφραση (ανοιχτό στό μα, απλανές βλέμμα) του χαζού, όταν κατέχομαι από απορία, αμηχανία ή έκπληξη. 3α. που ταιριάζει σε χαζό ή που τον χαρακτηρίζει: Έχει / πήρε ένα χαζό ύφος / βλέμμα. β. για κτ. που προέρχεται από άνθρωπο χαμηλού διανοητικού ή πνευματικού επιπέδου ή που απευθύνεται σε ανθρώπους με ανάλογο επίπεδο: Xαζές κουβέντες. Xαζά αστεία. Xαζό βιβλίο / κινηματογραφικό έργο. || (ως ουσ.) τα χαζά, ανόητες κουβέντες και συμπεριφορά: Άρχισε πάλι τα χαζά του. γ. για κτ. που θεωρείται κακόγουστο, ευτελές, ασήμαντο κτλ.: Φορούσε πάλι εκείνα τα χαζά σκουλαρίκια. χαζούλης -α -ικο YΠΟKΟΡ. χαζούτσικος -η -ο YΠΟKΟΡ. χαζά ΕΠIΡΡ: Φέρθηκε εντελώς ~, ανόητα. Tι με κοιτάς έτσι ~;, σαν χαζός. χαζούτσικα ΕΠIΡΡ YΠΟKΟΡ.

[χάζ(ι) -ός· χαζ(ός) -ούλης, -ούτσικος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες