Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χαζομπαμπάς ο [xazobabás] Ο1 : (οικ.) για πατέρα ο οποίος από την υπερβολική αγάπη προς το μικρό συνήθ. παιδί του ασχολείται και απασχολεί τους άλλους συνεχώς με αυτό.
[χαζο- + μπαμπάς]