Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χαζολόγημα το [xazolójima] Ο49 : η ενέργεια του χαζολογώ, το να περνάει κάποιος άσκοπα την ώρα του: Άσε το ~ και δούλευε!
[χαζολογη- (χαζολογώ) -μα]