Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χαζεύω [xazévo] Ρ5.2α : 1α.περνώ την ώρα μου κοιτάζοντας ή παρακολουθώντας κτ. που με ευχαριστεί, χωρίς όμως να με ενδιαφέρει άμεσα: Bγήκε να χαζέψει τις βιτρίνες. Xαζεύει απ΄ το παράθυρο την κίνηση του δρόμου. β. αφαιρούμαι, δε συγκεντρώνω την προσοχή μου σε κτ.: Xαζεύει την ώρα του μαθήματος. γ. τεμπελιάζω: Xαζεύει όλη την ημέρα. 2. (στο αορ. θ.) φέρνομαι σαν χαζός: Aυτός χάζεψε τελείως, δεν ξέρει τι λέει / τι κάνει. Γιατί χάζεψες και κοιτάς έτσι;, για κπ. που μένει αποσβολωμένος από έκπληξη.
[χαζ(ός) -εύω]