Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χαδιάρης -α -ικο [xaδjáris] Ε9 : που του αρέσουν τα χάδια, οι εκδηλώσεις τρυφερού ενδιαφέροντος: Ο μικρούλης είναι πολύ ~. Οι γάτες είναι χαδιάρικα ζώα. || (ως ουσ.).
[χάδ(ι) -ιάρης]